Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Αλλάζω



Κουράστηκα να μετρώ τις πληγές που ανοίγεις

Κουράστηκα να κοιτάζω τα λάθη που κρίνεις

Βυθίζομαι σ’ένα ατέλειωτο αβάσταχτο γκρίζο

Βυθίζομαι μα την πτώση σαν θεατής ατενίζω

Μ’ ακουμπάς και το μόνο που νιώθω αγκάθια

Μ’ ακουμπάς και φουντώνει μονάχα η απάθεια

Κομμάτια ψυχή και ελπίδες μπροστά στην ματιά μου

Κομμάτια, σκορπίζουν σαν πέταλα τα πάντα μπροστά μου

Λαχταρώ σαν διψασμένη ορχιδέα το νερό της

Λαχταρώ το λευκό της πρώιμης νιότης

Αναζητώ όσα δεν έδωσε κανείς

Αναζητώ στο κορμί ανάσες στοργής

Διεκδικώ ηφαίστεια στη λάβα πνιγμένα

Διεκδικώ όνειρα με πέταλα στρωμένα

Γκρεμίζω τείχη και εμπόδια μπροστά μου

Γκρεμίζω κι όσα μάτωσαν την καρδιά μου

Αφήνομαι τώρα στα δικά μου τα πάθη

Αφήνομαι πια μα κρατώ όσα έχω μάθει

Αλλάζω γοργά στο βωμό κάθε πληγής

Αλλάζω πια σκέψη και τρόπο ζωής

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Πορφυρένια Ψυχή






Γυρνώ το χρόνο μήπως βρω κάτι ν’ απέμεινε

Ένα κουβάρι ματωμένο οι εικόνες

Και μια φωνή που κάθε βράδυ επέμενε

Μη σπας ψυχή μου, θα φύγουν οι χειμώνες


Κάνω ένα βήμα στο κενό ν' αγγίξω τα σύννεφα

Μήπως και βρω ένα κομμάτι από σένα

Ένα σημάδι πως βλέπεις το σήμερα

Μια ελπίδα πως δεν είναι όλα χαμένα


Μέσα στο γκρίζο

Έμαθες να προχωράς

Μέσα στο γκρίζο

Νύχτα και μέρα να σπας

Μέσα στο γκρίζο

Μια πεισματάρα καρδιά

Μέσα στο γκρίζο

Συνέχισε ν’ αγαπά




Τρέχεις στον κόσμο που’ χεις φτιάξει ανέμελα

Σκορπάς τριγύρω σου εικόνες και χρώμα

Μα εκεί αυτή να στα γκρεμίζει συθέμελα

Νομίζεις παίζει και γελάς, έχεις πινέλο ακόμα


Ήταν ημέρα ή βράδυ ήτανε άνοιξη η χειμώνας

Όταν σου έκρυψε για πάντα το χρώμα

Κι έγινες μόνιμος του κόσμου σου τότε θαμώνας

Μα είχε μείνει μονάχα γκρίζο και χώμα


Σ’ αυτό το γκρίζο

Έμαθες να προχωράς

Σ’ αυτό το γκρίζο

Νύχτα και μέρα να σπας

Σ’ αυτό το γκρίζο

Μια πορφυρένια ψυχή

Σ’ αυτό το γκρίζο

Έμαθε να συγχωρεί


Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

O Βωμός

Σαν άλλη Ιφιγένεια στραμμένη στο βωμό σου
Περίμενες θεόσταλτο το χάδι στο λαιμό σου

Αυτό όμως για σένα ήταν το αιώνιο βάσανο σου 
Από τη δύση ως την αυγή να ξαναζείς το θάνατο σου

Θησεία στη θησεία να οδεύει η ζωή σου
 Και στην ανατολή δέσμια ξανά στη φυλακή σου

 Το αίμα να κυλά αόρατο στους άλλους
 Κι εσύ να ονειρεύεσαι ταξίδια με κουρσάρους

Και να που ανατρέπονται τα όσα δεδομένα
Τι ειρωνεία, τσεκούρι και σπαθί σ’εκείνη στραμμένα

 Παιχνίδι νόμιζες πως είναι στο μυαλό σου
Μα εκείνη τώρα κάθεται στον άλλοτε βωμό σου

«Αυτοί που φταίξαν θα πληρώσουν» ήχησε απ’τους Θεούς σου
 Και τα δεσμά πρώτη φορά δεν ήταν στους καρπούς σου

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

ACTIVE MEMBER - FIERA

Έχει λυτά τα μαλλιά της, στα μικρά δάχτυλά της
σκαρώνει χάρτινα καράβια - σαλπάρουν τα όνειρά της,
κοχύλια στ' αυτιά της και χίλια χρόνια μπροστά
ακούει να γίνονται τ' αδύνατα απ 'το τώρα, δυνατά.
Κρατάει τα δάκρυα στα μάτια κλειδωμένα
κι η περηφάνια της κοκκίνισε μελάνι στην πένα·
σ' άσπρο χαρτί δε το χωράει τ' όνομα της,
Fiera


Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

The Raven

by Edgar Allan Poe
(published 1845)


Once upon a midnight dreary, while I pondered, weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
"'Tis some visitor," I muttered, "tapping at my chamber door-
Only this, and nothing more."

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow;- vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow- sorrow for the lost Lenore-
For the rare and radiant maiden whom the angels name Lenore-
Nameless here for evermore.

And the silken, sad, uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me- filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating,
"'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door-
Some late visitor entreating entrance at my chamber door;-
This it is, and nothing more."

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
"Sir," said I, "or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you"- here I opened wide the door;-
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the stillness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, "Lenore?"
This I whispered, and an echo murmured back the word, "Lenore!"-
Merely this, and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
"Surely," said I, "surely that is something at my window lattice:
Let me see, then, what thereat is, and this mystery explore-
Let my heart be still a moment and this mystery explore;-
'Tis the wind and nothing more!"

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately Raven of the saintly days of yore;
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door-
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door-
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore.
"Though thy crest be shorn and shaven, thou," I said, "art sure no craven,
Ghastly grim and ancient Raven wandering from the Nightly shore-
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning- little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door-
Bird or beast upon the sculptured bust above his chamber door,
With such name as "Nevermore."

But the Raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered- not a feather then he fluttered-
Till I scarcely more than muttered, "Other friends have flown before-
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before."
Then the bird said, "Nevermore."

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
"Doubtless," said I, "what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful Disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore-
Till the dirges of his Hope that melancholy burden bore
Of 'Never- nevermore'."

But the Raven still beguiling all my fancy into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird, and bust and door;
Then upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore-
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt and ominous bird of yore
Meant in croaking "Nevermore."

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then methought the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose footfalls tinkled on the tufted floor.
"Wretch," I cried, "thy God hath lent thee- by these angels he hath sent thee
Respite- respite and nepenthe, from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe and forget this lost Lenore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether Tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted-
On this home by Horror haunted- tell me truly, I implore-
Is there- is there balm in Gilead?- tell me- tell me, I implore!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Prophet!" said I, "thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us- by that God we both adore-
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels name Lenore-
Clasp a rare and radiant maiden whom the angels name Lenore."
Quoth the Raven, "Nevermore."

"Be that word our sign in parting, bird or fiend," I shrieked, upstarting-
"Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken!- quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!"
Quoth the Raven, "Nevermore."

And the Raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted- nevermore!




[This version of the poem is from the Richmond Semi-Weekly Examiner, September 25, 1849. It is generally accepted as the final version authorized by Poe. Earlier and later versions had some minor differences. Source]

See the Versions of The Raven page.

Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Κακοποίηση Ζώων:Αδιαφορία-Κτηνωδία-Σαδισμός





Πως άραγε θα μπορούσε κανείς να περιγράψει αυτή τη μάστιγα η οποία φυσικά δεν έχει γεννηθεί τώρα αλλά χρόνια πριν. Το σίγουρο είναι πως όποιο όνομα κι αν της δοθεί το αποτέλεσμα είναι εξίσου αποτρόπαιο και οι στατιστικές απείρως απογοητευτικές.
Θα πίστευε κανείς πως έχοντας μπει πια στην Ευρωπαϊκή Ένωση η νοοτροπία θα είχε αλλάξει αν όχι βελτιωθεί αισθητά. Δυστυχώς αυτά αποτελούν ψιλά γράμματα για κάποιους. Παλιότερα μια μεγάλη ομάδα ατόμων πιθανώς να έδινε ενδόμυχα τη δικαιολογία ότι όσοι κακοποιούν τετράποδες αλλά και ανθρώπινες ψυχές να ήταν άτομα στερημένης κοινωνικής και κυρίως γραμματικής μορφώσεως. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει, πρώτον γιατί η ευγένεια της ψυχής δεν είναι ανάλογη του μορφωτικού επιπέδου κάποιου και δεύτερον γιατί στις μέρες μας ο αριθμός των ατόμων που έχουν πρόσβαση σε βασική αλλά και εκτενέστερη μόρφωση είναι πολύ μεγαλύτερος συγκριτικά με παλιότερες δεκαετίες, γεγονός το οποίο θα έπρεπε να καθιστά την κακοποίηση ως μια μάστιγα που μειώνετε μέρα με τη μέρα. Σε αντίθεση τα ποσοστά παραμένουν αυξημένα και η αδιαφορία πολλών ακόμα έντονη. Αν και η ποινικοποίηση της κακοποίησης ζωών εγκρίθηκε τα περιστατικά παραμένουν αμέτρητα και στην πλειοψηφία τους ατιμώρητα.
Βεβαίως δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα έντονο το φαινόμενο αλλά και σε άλλες γειτονικές και μη χώρες. Στη Καλιφόρνια τον Φεβρουάριο του 2010 η Coco ένα σοκολατί Λαμπραντόρ πέθανε υποκύπτοντας στα τραύματα που της προκάλεσε ο ιδιοκτήτης της. Ο David Hale Warner επί 20 λεπτά προσπαθούσε να πνίξει το άτυχο πλάσμα. Σε ένα χωριό της Βουλγαρίας θεωρείτε έθιμο μια μέρα του χρόνου να ¨σοκάρουν¨ όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν σκύλους, δένοντας τους από τη μέση στριφογυρίζοντας τους και τελικά να πέφτουν στο ρυάκι που βρίσκεται κάτω από την αυτοσχέδια θηλιά. Στην ίδια χώρα πάλι, ένα βράδυ πριν πετάξει για τη νέα του οικογένεια στην Ολλανδία, έγδαραν ένα κουτάβι 3 μηνών σε ένα καταφύγιο στο Upper Bogrov κοντά στη Σόφια. Άγνωστοι διέρρηξαν το καταφύγιο Animal Rescue Sofia και έγδαραν ζωντανό το ανήμπορο πλασματάκι, στη συνέχεια άφησαν τη σωρό του η οποία ανακαλύφθηκε το επόμενο πρωί από τους έντρομους εθελοντές.
Σε όλο αυτό το αρρωστημένο κλίμα έρχονται να προστεθούν και οι ¨φιλότιμες προσπάθειες¨ συμπολιτών μας στην ήδη αμαυρωμένη εικόνα της χώρας μας ως προς την αντιμετώπιση των ζώων. Στα Χανιά είναι πλέον έντονη η μάστιγα αυτή. Όπως έγινε γνωστό ένας 70χρονος συνελήφθη καθώς σκότωσε με κυνηγετικό όπλο σκύλο μπροστά στα μάτια του ιδιοκτήτη του. Επίσης συνελήφθη και μια γυναίκα μετά από καταγγελία εις βάρος της, η οποία είχε πετάξει σε κάδο κουταβάκια κι γατάκια. Τα φαινόμενα είναι αμέτρητα και δεν στερούν (αρρωστημένης) φαντασίας στην προκειμένη.
Ο νόμος κατά την κακοποίηση των ζώων έχει ψηφιστεί ήδη παρόλα αυτά πολλοί τον αγνοούν επιδεικτικά. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως η κακοποίηση των ζώων είναι στενά συνδεδεμένη σε μεγάλο ποσοστό και με άλλα αδικήματα. Σε έρευνες που έχουν καταγραφεί είναι ο προάγγελος μεταγενέστερων βίαιων συμπεριφορών που στην πλειοψηφία τους έχουν ως δέκτες ανθρώπους. Το 2004 είχε δημοσιευτεί μια εργασία ψυχολογικού περιεχομένου. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής έδειξαν πως παιδιά από 6 έως 12 χρονών έχουν καταγγελθεί στις αρχές εξαιτίας κάποιας βιαιοπραγίας τους προς κάποιο ζώο. Αποδεδειγμένα οι πιο αδίστακτοι δολοφόνοι των εποχών είχαν ιστορικό κακοποίησης ζώων.
Κι εδώ έρχομαι στο ερώτημα που με καίει τόσες μέρες ψάχνοντας για στοιχεία και έρευνες πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Ουδέποτε θα μπορούσα να δικαιολογήσω μια βίαιη πράξη προς κάποιο ζώο είτε άνθρωπο, μήπως όμως κατά κάποιο τρόπο αποτελούμε συνένοχοι σε αυτό το ζήτημα; Πόσες είναι οι φορές που έχει δει κάποιος ένα παιδί να βασανίζει κάποιο ζώο και είτε του έχει επιτεθεί λεκτικά απλώς (κάτι το οποίο ουδεμία επίπτωση έχει)η έχει αδιαφορήσει; Εγώ ως παιδί με την άγνοια που χαρακτηρίζει τις ηλικίες αυτές με θυμάμαι να παίζω ξύλο με τέτοια παιδιά. Ποτέ όμως δεν γύρισα να σκεφτώ τι προκάλεσε τη γένεση αυτής της συμπεριφοράς. Έφτασα σε αυτή την ηλικία για να σκεφτώ πως τίποτα δεν γίνεται τυχαία και πως ενός κακού μύρια έπονται.
Όπως και να χει εύχομαι να μειωθούν αυτές οι εικόνες έως ότου εξαλειφθούν πλήρως. Και φυσικά σε αυτό οφείλουμε να συμβάλουμε όλοι.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Still Here


Hide your feelings in the dark...
never show what's in your heart...
never tell them what you think...
sooner or later you will sink...

Cover your wounds with a smile...
walk alone this endless mile...
hide your soul so they can't see...
that all you long is to be free...

Is it true that he's still here...
is it real that he can hear...
all your screams and all you fears...
every drop of every tear....

Evanescence - Tourniquet

Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2011

Έκπτωτος Άγγελος

Στροβιλίζεσαι αδιάκοπα…Χορεύοντας με τις φλόγες αγνοώντας τις πληγές που σου ανοίγουν..
Γελώντας σε μια παραζάλη γνωστή… Θαρρείς παιδική σου φίλη…
Και γύρω από τις φλόγες μορφές αδυνατείς να διακρίνεις τα πρόσωπα τους…μόνο τα γέλια τους ακούς να σιγόνταρουν το χορό σου…
Ύπουλα…μεθοδικά κρυμμένοι στις σκιές…
Μα εσύ δε θες άλλες σκιές…θες φώς…αρνείσαι πεισματικά να βγεις από τις φλόγες…τις παρερμηνεύεις με το πολυπόθητο φώς…με φίλες που κρατούν μακριά τις μασκοφορεμένες μορφές…
Και συνεχίζουν να σε καίνε…και συνεχίζεις να χορεύεις παρά το πόνο…
Κα να που εμφανίζεται, σαν άλλος Έκπτωτος Άγγελος, με τα φτερά βουτηγμένα στο αίμα να σε κοιτάζει μ’ένα βλέμμα ανίερο… παραδομένο στα πάθη και τα όνειρα του…
Στέκεται εκεί, πίσω από τις φλόγες να ζυγιάζει τη φλογισμένη σου ματιά…
Μα να που καταπιάνεται σ’ έναν χορό προκλητικό, έναν χορό για έναν μόνο θεατή…εσένα…
Σε προκαλεί με το βλέμμα του ,με τις κινήσεις του…

Τα πάντα γύρω του φωνάζουν τις σκέψεις και τα θέλω του…κι αυτά με τη σειρά τους σαν αόρατη αύρα στροβιλίζεται γύρω από σένα…ν’αγγίζουν το σώμα σου σαν αερικά μεταφέροντας σου με κάθε λεπτομέρεια τις παράτολμες σκέψεις του…Και το μόνο που θες να βυθιστείς μέσα τους…
Κι ας γίνεις ένα μ’αυτόν…
Εκδιωγμένη από μια ήρεμη και ομολογουμένως ανιαρή Εδέμ…
Αλλά παραδομένη σε μιαν ανεπανάληπτη Άβυσσο, να σε ανασταίνει από το θάνατό σου…

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Ματωμένα Φεγγάρια





Καλοκαίρι κι ένα φεγγάρι αναπολεί στη λάμψη του χρόνια δυσοίωνα και αδυσώπητα.
Μέρες που έστεκε μόνο του χαζεύοντας υπάρξεις χαμένες που ζητούσαν την καθοδήγησή του.
Μα πως να βοηθήσει όταν και το ίδιο είναι χαμένο σε δρόμους δακρύβρεχτους και δύσβατους.
Θα βυθιστούμε στο άπειρο της ανούσιας ύπαρξης μας μέχρι να αναδευτούμε αναγενημμένοι από τις στάχτες που αφήσαμε πίσω μας.
Και αναγενημμένος όπως θα σαι,ντυμένος από το φώς του έρωτα και της τρέλας,θα αναζητάς το χαμένο σου Εγώ παραπατώντας σε λιθόστρωτα πόνου και λύτρωσης.
Βγάλε τη μάσκα σου,τη μάσκα αυτή που μέρα με τη μέρα γίνεται ένα με σένα.Τρώει τη σάρκα σου και την ψυχή σου κατακρεουργώντας τα ελάχιστα ψήγματα λογικής που σου έχουν απομείνει.

Για ποιά ματωμένα χώμματα μου μιλάς και ποιές θάλασσες εξαφανισμένες;Μια θάλασσα είναι και η αγάπη που πια κι αυτή έχει εξαερωθεί,σύννεφο έγινε και πέταξε μακριά σε ουρανούς που δεν τους γνώρισε ακόμα άνθρωπος.Σε μέρη που οι χρυσαλίδες μόνο ανοίγουν τα φτερά τους.



Δοκίμασε κάποτε η χρυσαλίδα με τα κόκκινα φτερά να πετάξει προς τη λυτρωτική λάμψη μα το φώς τη έκαψε και πλήγωσε τα φτερά της.Από τότε παρέμεινε στη γη να έρπεται σαν μανιασμένο φίδι που του κόψανε το κεφάλι.

Ο χρόνος έχει αλλάξει πια αγάπη μου.Δεν είναι το ίδιο γλυκός και φιλέσπλαχνος,μη γελιέσαι και μην προσπαθείς να με γελάσεις.Άλλαξε πρόσωπο,το ξέρω καλά.Μεταμορφώθικε σε κάτι τρομακτικό και επώδυνο.Μα εγώ δεν μπορώ να κρατήσω κάτι που με χαρακώνει με κάθε ευκαιρία.

Ζήτα εσύ αν θες τη λύτρωση στα μάτια των άλλων,εγώ κουράστηκα.Δεν περιμένω για άλλη μια οφθαλμαπάτη που θα με ρίξει στη αγγαλιά της Περσεφόνης και του Άδη.
Ανήκω στη δική μου απέραντη κόλαση πια...Και εδώ έχει περιθώριο μόνο για τη δική μου απόγνωση...

Katrina & The Waves - Walking On Sunshine

Little Red Riding Hood - Sam The Sham & The Pharaohs

Oliver Nelson - Stolen Moments